«Μακάρι νά μέ ἀδικοῦσαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι!»

2014-09-10 09:25

     Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου

      - Στήν πνευματική ζωή εἶναι ἀνάποδα τά πράγματα. Ἅμα κρατᾶς ἐσύ τό ἄσχημο, τότε νιώθεις ὄμορφα. Ἅμα τό δίνεις στόν ἄλλον, τότε νιώθεις ἄσχημα. Ὅταν δέχεσαι τήν ἀδικία καί δικαιολογεῖς τόν πλησίον σου, δέχεσαι τόν πολυαδικημένο Χριστό στή καρδιά σου. Τότε ὁ Χριστός μένει μέ τό ἐνοικιοστάσιο μέσα σου καί σέ γεμίζει μέ εἰρήνη καί ἀγαλλίαση.

     Γιά δοκιμάστε, βρέ παιδιά, νά ζήσετε αὐτήν τή χαρά! Νά μάθετε νά χαίρεστε μέ αὐτήν τήν πνευματική χαρά, ὄχι μέ τήν κοσμική. Πάσχα θά ἔχετε τότε κάθε μέρα.

     Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη χαρά ἀπό τή χαρά πού νιώθεις, ὅταν δέχεσαι τήν ἀδικία. Μακάρι νά μέ ἀδικοῦσαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι! Εἰλικρινά σᾶς λέω, τή γλυκύτερη πνευματική χαρά τήν ἐνίωσα μέσα στήν ἀδικία. Ξέρετε πόσο χαίρομαι, ὅταν κάποιος μέ πεῖ πλανεμένο; «Δόξα Σοί ὁ Θεός, λέω, ἀπό αὐτό ἔχω μισθό, ἐνῶ, ἄν μέ ποῦν ἅγιο, χρωστάω». Γλυκύτερο πράγμα ἀπό τήν ἀδικία δέν ὑπάρχει!

     Ἕνα πρωί στό Καλύβι χτύπησε κάποιος τό σιδεράκι στή πόρτα. Κοίταξα ἀπό τό παράθυρο νά δῶ ποιός εἶναι, γιατί δέν ἦταν ἀκόμη ἡ ὥρα νά ἀνοίξω. Εἶδα ἕναν νέο μέ φωτεινό πρόσωπο καί κατάλαβα ὅτι εἶχε βιώματα πνευματικά, ἀφοῦ τόν προδιδε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτό, ἄν καί ἤμουν ἀπασχολημένος, διέκοψα αὐτό πού ἔκανα, ἄνοιξα τή πόρτα, τόν πῆρα μέσα, τοῦ πρόσφερα ἕνα νερό καί μέ τρόπο ἄρχισα νά τόν ρωτάω γιά τή ζωή του, γιατί ἔβλεπα ὅτι εἶχε πνευματικό περιεχόμενο. «Τί δουλειά κάνεις, παλληκάρι;», τόν ρώτησα. «Τί δουλειά, πάτερ; μοῦ λέει. Ἐγώ στή φυλακή μεγάλωσα. Τά περισσότερα χρόνια της ζωῆς μου ἐκεῖ τά πέρασα. Τώρα εἶμαι εἴκοσι ἔξι χρόνων». «Καλά, βρῶ παλληκάρι, τί ἔκανες, καί σέ ἔκλειναν φυλακή;», τόν ρώτησα. Κι ἐκεῖνος μου ἄνοιξε τή καρδιά του: «Ἀπό μικρός, μοῦ εἶπε, πονοῦσα πολύ, ὅταν ἔβλεπα δυστυχισμένους ἀνθρώπους. Ἤξερα ὅλους τους πονεμένους, ὄχι μόνον ἀπό τήν ἐνορία μου, ἄλλα καί ἀπό ἄλλες ἐνορίες. Ἐπειδή ὁ παπάς τῆς ἐνορίας μας μέ τούς ἐπιτρόπους μάζευαν συνέχεια χρήματα καί ἐφτίαχναν κτίρια, αἴθουσες κ.λπ. ἤ ἔκαναν διάφορους ἐξωραϊσμούς, εἶχαν παραμεληθεῖ τελείως οἱ φτωχές οἰκογένειες. Ἐγώ δέν κρίνω ἐάν ἦταν ἀπαραίτητα αὐτά πού ἐφτίαχναν, ἀλλά ἔβλεπα νά ὑπάρχουν πολλοί δυστυχισμένοι ἄνθρωποι. Πήγαινα λοιπόν κρυφά καί ἔκλεβα ἀπό τά χρήματα πού μάζευαν ἀπό τούς ἐράνους. Ἔπαιρνα ἀρκετά· δέν τά ἔπαιρνα ὅλα. Ὕστερα ἀγόραζα τρόφιμα, διάφορα πράγματα, τά ἄφηνα κρυφά ἔξω ἀπό τά σπίτια τῶν φτωχῶν καί ἀμέσως, γιά νά μήν πιάσουν ἄλλον ἄδικα, πήγαινα στήν ἀστυνομία καί ἔλεγα: «ἐγώ ἔκλεψα τά χρήματα ἀπό τήν ἐκκλησία καί τά ξόδεψα», χωρίς νά πῶ τίποτε ἄλλο. Μέ ἄρχιζαν στό ξύλο καί στό βρισίδι, «ἀλήτη, κλέφτη»· ἐγώ σιωποῦσα. Μέ ἔκλειναν μετά στή φυλακή. Αὐτή ἡ δουλειά γινόταν γιά χρόνια. Ὅλη ἡ πόλη ὅπου ἔμενα - τριάντα χιλιάδες κάτοικοι - καί ἄλλες πόλεις μέ εἶχαν μάθει, καί «ἀλήτη» μέ ἀνέβαζαν, «κλέφτη» μέ κατέβαζαν. Ἐγώ σιωποῦσα καί ἐνίωθα χαρά. Κάποτε μάλιστα μέ εἶχαν κλείσει στή φυλακή τρία ὁλόκληρα χρόνια. Μερικές φορές μέ ἔκλειναν ἄδικα στή φυλακή καί, ὅταν ἐπίαναν τόν ἔνοχο, μέ ἄφηναν. Ἄν δέν τόν ἐπίαναν, καθόμουν μέσα, ὅσο ἔπρεπε νά καθίσει ἐκεῖνος. Γι' αὐτό σου εἶπα, πάτερ μου, ὅτι τά περισσότερα χρόνια της ζωῆς μου τά πέρασα στίς φυλακές». Ἀφοῦ τόν ἄκουσα μέ προσοχή, τοῦ εἶπα: «Βρέ παλληκάρι, ὅσο καλό καί ἄν φαίνεται αὐτό, δέν εἶναι καλό καί νά μήν τό ξανακάνεις. Ἄκου τί θά σού πῶ. Θά μέ ἀκούσεις;». «Θά σέ ἀκούσω, πάτερ», μοῦ λέει. «Νά ἀπομακρυνθεῖς ἀπό αὐτήν τήν πόλη, τοῦ λέω, νά πᾶς σέ ἄγνωστο περιβάλλον, στήν τάδε πόλη, καί ἐγώ θά φροντίσω νά συνδεθεῖς μέ καλούς ἀνθρώπους. Νά ἐργάζεσαι καί νά βοηθᾶς, ὅσο μπορεῖς, τούς πονεμένους ἀπό τό ὑστέρημά σου, ἐπειδή αὐτό ἔχει μεγαλύτερη ἀξία. Ἀλλά, καί ὅταν κανείς δέν ἔχει τίποτε νά δώσει σέ ἕνα φτωχό καί πονάει ἡ καρδιά του, τότε κάνει ἀνώτερη ἐλεημοσύνη, διότι κάνει ἐλεημοσύνη μέ τό αἷμα τῆς καρδιᾶς του. Γιατί, ἐάν εἶχε κάτι καί τό ἔδινε, θά αἰσθανόταν καί χαρά, ἐνῶ, ὅταν δέν ἔχει νά δώσει, αἰσθάνεται πόνο στή καρδιά». Μοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά ἀκούσει τή συμβουλή μου καί ἔφυγε χαρούμενος. Ἔπειτα ἀπό ἑπτά μῆνες παίρνω ἕνα γράμμα του ἀπό τίς φυλακές τοῦ Κορυδαλλοῦ, στό ὁποῖο ἔγραφε τά ἕξης: «Ἀσφαλῶς, πάτερ μου, θά ἀπορήσεις, πού σου γράφω πάλι ἀπό τή φυλακή μετά ἀπό τόσες συμβουλές πού μου ἔδωσες καί μετά τίς ὑποσχέσεις πού σου ἔδωσα. Μάθε ὅτι αὐτή τή φορά ὑπηρετῶ μία φυλάκιση τήν ὁποία εἶχα ὑπηρετήσει· κάποιο λάθος ἔγινε. Εὐτυχῶς πού δέν ὑπάρχει ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, γιατί θά ἀδικοῦνταν οἱ
πνευματικοί ἄνθρωποι, ἐπειδή θά ἔχαναν τόν οὐράνιο μισθό». Ὅταν διάβασα αὐτά τά τελευταῖα λόγια, θαύμασα αὐτόν τόν νέο, πού εἶχε πάρει τόσο ζεστά τή πνευματική ζωή καί εἶχε συλλάβει τόσο βαθιά τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς! Διά Χριστόν κλέφτης! Μέσα τοῦ εἶχε Χριστό. Δέν μποροῦσε νά φρενάρει τόν ἑαυτό του ἀπό τή χαρά πού ἐνίωθε. Θεία παλαβομάρα, πανηγύρι εἶχε!

     - Γέροντα, ἀπό τό ρεζίλι ἐρχόταν ἡ χαρά;

     - Ἀπό τήν ἀδικία ἐρχόταν ἡ χαρά. Κοσμικός ἄνθρωπος ἦταν, οὔτε Συναξάρια οὔτε Πατερικά εἶχε διαβάσει καί, ἐνῶ ἔτρωγε ἄδικα ξύλο, τόν ἔκλειναν στή φυλακή, τόν εἶχαν μέσα στή πόλη γιά ἀλήτη, γιά παλιόπαιδο, γιά κλέφτη, γινόταν ρεζίλι, αὐτός δέν μιλοῦσε καί τά ἀντιμετώπιζε ὅλα τόσο πνευματικά! Νέος ἄνθρωπος, καί δέν φρόντιζε νά ἀποκατασταθεῖ, ἀλλά πῶς νά βοηθήσει τούς ἄλλους! Τούς μεγάλους κλέφτες πολλές φορές δέν τούς κλείνουν οὔτε μία φορά στή φυλακή, ἐνῶ αὐτόν τόν δόλιο τόν φυλάκισαν γιά τήν ἴδια κλοπή δύο φορές καί γιά ἄλλες κλοπές τόν φυλάκισαν ἄδικα, μέχρι νά βροῦν τόν πραγματικό κλέφτη! Τή χαρά ὅμως πού εἶχε αὐτός δέν τήν εἶχαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλης. Τριάντα χιλιάδες χαρές δέν συμπλήρωναν τή δική του χαρά.

     Γι' αὐτό λέω ὅτι ἕνας πνευματικός ἄνθρωπος δέν ἔχει θλίψεις. Ὅταν ἡ ἀγάπη αὐξηθῶ καί καεῖ ἡ καρδιά ἀπό τόν θεῖο ἔρωτα, δέν μπορεῖ νά σταθεῖ πλέον θλίψη. Ἡ μεγάλη ἀγάπη πρός τό Χριστό ὑπερνικᾶ τούς πόνους καί τίς ταλαιπωρίες πού τοῦ προξενοῦν οἱ ἄνθρωποι.

 «Πνευματική Ἀγφύπνιση», Λόγοι Γ', https://agiameteora.net/index.php/paterika/5723-makari-na-me-adikoysan oloi-oi-anthropoi.html