Ἡ μετάνοια

2014-08-22 16:55

Ἅγιος Νικόλαος Ἀχρίδος

     «...πεπλήρωται ὁ καιρός καί ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ· μετανοεῖτε καί πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίω» (Μάρ. 1, 15).

     Μετάφραση:
     Συμπληρώθηκε ὁ καθορισμένος καιρός κι ἔφτασε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μετανοεῖτε καί πιστεύετε στό χαρμόσυνο αὐτό μήνυμα.

(Ἐκφωνήθηκε στόν καθεδρικό ναό τοῦ Βελιγραδίου, σέ περίοδο νηστείας.)

     Ἀδελφοί μου,
     σήμερα, σ' αὐτή τήν πόλη πέθαναν δέκα πέντε ἄνθρωποι. Τό ἴδιο συνέβη χθές καί προχθές. Καθημερινά πεθαίνουν περίπου δέκα πέντε ἄνθρωποι. Αὐτός εἶναι περίπου ὁ μέσος ὅρος νεκρῶν στό Βελιγράδι. Ἄν γιά αὐτούς τούς νεκρούς κύλησαν ἔστω δέκα πέντε δάκρυα, σκεφτεῖτε πώς γιά αὐτούς πού πέθαναν κατά τή διάρκεια μισοῦ αἰώνα, θά ἔχει σχηματιστεῖ μία λίμνη δακρύων! Αὐτά τά πικρά δάκρυα εἶναι τό ἁλάτι τῆς ζωῆς, διαφυλάσσουν, συντηροῦν τή ζωή.

     Αὐτά τά πικρά δάκρυα ἐξισορροποῦν τή ζυγαριά, πού φέρει στό ἕνα ζύγι τά δάκρυα καί στό ἄλλο ζύγι τά πολλά γέλια, τήν ἀπόλαυση καί τήν ἁμαρτία αὐτῆς τῆς πόλης. Τόσο πολύτιμα καί τρυφερά εἶναι τά ἀνθρώπινα δάκρυα γιά τούς νεκρούς! Κυλοῦν κάθε μέρα καί κάθε νύχτα ἀδιάκοπα. Χύνονται ἀπό τά μάτια τῶν μανάδων, τῶν πατεράδων, τῶν γυναικών, τῶν ἀνδρῶν, τῶν παιδιῶν καί τῶν φίλων. Ἡ πύλη τοῦ νεκροταφείου καθημερινά ἀνοίγει -ἡ πύλη τοῦ θανάτου ποτέ δέν κλείνει- καί μέσω αὐτῆς τῆς πύλης, καθημερινά σ' αὐτήν τήν πόλη, δέκα πέντε ἀνθρώπινα πλάσματα ἐγκαταλείπουν αὐτή τή ζωή.

     Δεκαπέντε ἄνθρωποι καθημερινά! Αὐτό σημαίνει σέ δύο μῆνες ἕνα ὁλόκληρο τάγμα στρατοῦ καί ἔξι τάγματα σέ μία χρονιά. Ὑπολόγισε ἄνθρωπε, ποιά εἰσφορά σέ ἀνθρώπους καί σέ δάκρυα πλήρωσε ἡ ἀνθρωπότητα γιά τή ζωή, κατά τή διάρκεια μόνον τῆς ἐποχῆς πού ζεῖς. Θυμήσου πώς ὁ φόρος αὐτός εἶναι μόνον ἕνα μέρος τῆς ἀξίας τῆς ζωῆς σου. Μάθε νά σέβεσαι τή ζωή τή δική σου καί τῶν ἄλλων, σάν τό πιό πολύτιμο πράγμα, τή ζωή  πού μόνον ὁ Θεός, ὁ Δημιουργός μπορεῖ νά χαρίσει σ' αὐτόν τόν κόσμο.

     Καί αὔριο θά πεθάνουν ἄλλοι δεκαπέντε ἄνθρωποι καί ἀνάμεσά τους μπορεῖ νά εἴμαστε ἐσύ καί ἐγώ, φίλε μου. Ἄς φανταστοῦμε πώς ἐγώ καί ἐσύ, θά εἴμαστε ἀνάμεσα σ' αὐτούς τούς δεκαπέντε. Ἄς σκεφτοῦμε ὅτι ἐγώ καί ἐσύ, αὔριο τό βράδυ θά ξαπλώνουμε ὄχι στό κρεβάτι μας, ἀλλά σέ τάφο στό νεκροταφεῖο, δύο μέτρα βαθιά κάτω ἀπό τό χῶμα. Σ' αὐτή τήν περίπτωση, ἄς ἀναρωτηθοῦμε, τί θά ἦταν ἀναγκαῖο νά κάνουμε ἐγώ καί ἐσύ, αὐτές τίς τελευταῖες ὧρες ποῦ μᾶς ἀπομένουν σ' αὐτή τή ζωή;

     Μήπως θά ἦταν καλό, νά περάσουμε τόν λίγο καιρό ποῦ μᾶς ἀπομένει, διασκεδάζοντας ἤ πηγαίνοντας στό θέατρο; Ἤ νά μετρήσουμε τά χρήματά μας καί τούς πολύτιμους λίθους μας; Ἤ νά μαλώσουμε μέ τούς γείτονες ἤ νά κριτικάρουμε τά ἔργα τῶν ἄλλων; Μήπως νά περάσουμε τίς τελευταῖες ὧρες μᾶς τρώγοντας καί πίνοντας; Μήπως νά ἀσχοληθοῦμε μέ τό ντύσιμό μας, νά φορέσουμε τά καινούργια μας ροῦχα, περιφρονώντας ἐκείνους ποῦ δέν ἔχουν ροῦχα σάν τά δικά μας; Ὅλα αὐτά θά ἐλαφρύνουν τό βάρος χιλίων κιλῶν χώματος, ποῦ θά ρίξουν αὔριο τό βράδυ πάνω στό σῶμα μας; Μήπως νά περάσουμε τίς τελευταῖες ὧρες μας, σχεδιάζοντας τήν ἐκδίκηση τῶν ἐχθρῶν μας, πού καί οἱ ἴδιοι σύντομα θά ἀνήκουν σέ μία δεκαπεντάδα ποῦ θά «περάσει» τήν πύλη τοῦ νεκροταφείου;

     Πρίν ἀπαντήσουμε, ἄς μήν ξεχάσουμε πώς ἐγώ καί ἐσύ, αὔριο θά εἴμαστε σάπιο χῶμα κάτω ἀπό τή γῆ, ἐντελῶς ἀκίνητοι, βουβοί, χωρίς ἀναπνοή.

     Ἄς ἀναρωτηθοῦμε, μήπως ὑπάρχει κάτι πιό καλό καί πιό σημαντικό ἀπ' ὅλα ὅσα ἀναφέρθηκαν;

     Ἴσως κάποιος θά πεῖ πώς καλό θά ἦταν νά βροῦμε κάποιον τρόπο νά γλιτώσουμε τόν θάνατο καί νά ἀφήσουμε τήν αὐριανή δεκαπεντάδα νά ταξιδέψει χωρίς ἐμᾶς καί ἐμεῖς νά φύγουμε ἀπ' αὐτόν τόν κόσμο σέ ἕνα ἤ σέ δύο χρόνια, ἤ σέ δέκα χρόνια ἤ σέ πενήντα χρόνια μέ ἄλλη δεκαπεντάδα.

     Πῶς ὅμως νά πολεμήσει κανείς ἐναντίον τοῦ θανάτου;

     Ὁ θάνατος δέν γνωρίζει πολιτικά κόμματα, γιά νά προστατεύει τό κάθε μέλος του καί νά βοηθᾶ στήν πραγματοποίηση τῆς κάθε ἐπιθυμίας του. Ὁ θάνατος στέκεται πάνω ἀπό κάθε κόμμα καί πάνω ἀπό κάθε ἐθνικότητα, πάνω ἀπό τά γηρατειά καί τή νεότητα, πιό πάνω ἀπό τήν ὑγεία καί τήν ἀρρώστια, πιό πάνω ἀπό τά γέλια καί τά δάκρυα. Ὁ θάνατος ἔχει τό δικό του ρολόι, τό ὁποῖο δέν συμφωνεῖ μέ τό δικό μας ρολόι. Ὅταν ἐμεῖς λέμε: «ἦρθε ἡ ὥρα», ὁ θάνατος λέει: «νωρίς εἶναι». Ὅταν ἐμεῖς λέμε «νωρίς εἶναι», ὁ θάνατος λέει «ἦρθε ἡ ὥρα». Γι' αὐτό τό λόγο ὁ ἀγώνας ἐναντίον τοῦ θανάτου, εἶναι τό ἴδιο ἄσκοπος σάν τόν ἀγώνα ἐναντίον τῆς κίνησης τοῦ πολικοῦ ἀστέρα ἀπό τό βορά στό νότο.

     Πῶς λοιπόν νά «ξοδέψουμε» αὐτές τίς ὧρες πρίν τόν θάνατο;

     Σκεφτόμενος πολύ αὐτό τό ἐρώτημα, βρῆκα μία ἀπάντηση, τήν ὁποία θέλω νά σᾶς πῶ ἀπόψε. Μήπως ἔχετε ἀκούσει γιά τούς χατζῆδες καί γιά τό προσκύνημά τους στούς Ἅγιους Τόπους; Στή χώρα μας, ἀκόμη καί τώρα ὑπάρχουν πολλά ἐπίθετα πού ἀρχίζουν μέ τή λέξη «χατζής». Παλαιότερα οἱ ἄνθρωποι ταξίδευαν πολύ στήν Ἅγια χώρα, στό «λίκνο» τῆς πίστης μας, γιά νά προσκυνήσουν τούς Ἅγιους Τόπους. Στήν ἐποχή μας, αὐτή ἡ συνήθεια παρόλο πού περιορίστηκε, δέν ἔπαψε νά ὑπάρχει. Γι' αὐτό τό λόγο σκέφτομαι νά σᾶς προτείνω, νά κάνουμε πρίν τό θάνατο, αὐτό πού κάνουν οἱ χατζῆδες πρίν ξεκινήσουν τό ταξίδι τους στούς Ἅγιους Τόπους, ἐπειδή καί ἐγώ καί ἐσεῖς, ἀφήνοντας αὐτόν τόν κόσμο καί πλησιάζοντας τήν πύλη τοῦ θανάτου, ἀναχωροῦμε γιά μία ἱερή χώρα, γιά τόν ἄλλο κόσμο πού εἶναι πιό κοντά στό Θεό. Αὐτός ὁ κόσμος εἶναι ἡ ἀνατολή τῆς ζωῆς, ὅπου στή θέση τοῦ ἥλιου καί τῶν ἀστεριῶν λάμπει ὁ ἴδιος ὁ Θεός μέ τό φῶς Του.

     Ὁρίστε, τί κάνει ὁ ἄνθρωπος, πού ἑτοιμάζεται γιά προσκύνημα στήν Ἅγια χώρα. Πρῶτον νηστεύει καί πιέζει τόν ἑαυτό του νά προσεύχεται μέρα καί νύχτα, ἐπισκέπτεται τήν ἐκκλησία, κοινωνεῖ, βοηθᾶ μέ ἐλεημοσύνες τούς συνανθρώπους του, τούς φτωχούς καί τούς δυστυχεῖς. Στή συνέχεια πηγαίνει ἀπό σπίτι σέ σπίτι σ' ὅλο τό χωριό του καί τούς ἀποχαιρετᾶ ὅλους, παρακαλώντας τούς φίλους νά τόν θυμοῦνται στήν προσευχή τους καί παρακαλώντας τούς ἐχθρούς νά τοῦ συγχωρήσουν ὅλες τίς προσβολές καί ἀδικίες. Ἐκτός ἀπό αὐτά ὁ μελλοντικός προσκυνητής ἀποφεύγει τίς ματαιόδοξες διασκεδάσεις καί τά γλέντια, ἀποφεύγει τά γέλια καί τίς φλύαρες κουβέντες. Καί τή στιγμή τῆς ἀναχώρησης, φορᾶ καινούρια ροῦχα, εὐλογεῖ ὅλους ὅσους μένουν στό χωριό, τούς συγγενεῖς καί μή, τούς φίλους καί τούς ἐχθρούς, καί, ζητᾶ καί τή δική τους εὐλογία. Ὅλα αὐτά τά κάνει, ἐπειδή εἶναι ἕνας ἁμαρτωλός ἄνθρωπος πού ἀναχωρεῖ γιά τήν Ἱερή χώρα, θέλοντας νά πλησιάσει τόν Θεό. Μέ δέος λοιπόν καί ἐπιμέλεια φροντίζει νά ἀναγεννηθεῖ, νά καθαριστεῖ καί νά ἀνανεωθεῖ, γιά νά ἀξιωθεῖ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ.

     Ὅλα ὅσα κάνει ὁ προσκυνητής πρίν τήν ἀναχώρησή του στήν Ἅγια χώρα, μποροῦν νά ἐκφραστοῦν μέ μία λέξη: μετάνοια. Καί ὅλα αὐτά, φίλοι μου, προτείνω σέ σᾶς καί στόν ἑαυτό μου νά κάνουμε τίς τελευταῖες ὧρες, πρίν τό πόδι μᾶς πατήσει στήν Ἁγιότερη χώρα καί πρίν γίνουμε προσκυνητές τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀγγέλων Του.

     Ὅταν ὁ Μωυσῆς πλησίασε τόν Θεό στό ὑψηλό ὅρος Χωρήβ, ἄκουσε μία ὑπερφυσική φωνή νά τοῦ λέει: «Μή ἔγγισης ὧδε, λύσαι τό ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου· ὁ γάρ τόπος, ἐν ὤ σύ ἔστηκας, γῆ ἁγία ἐστι» (Ἔξοδος, Γ, 5-6). Ἡ ἐντολή «λύσαι τό ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου», σημαίνει βέβαια κάτι περισσότερο ἀπό τό νά βγάλεις τά παπούτσια ἀπό τά πόδια σου. Ἡ βαθύτερη, πνευματική σημασία αὐτῆς τῆς ἐντολῆς εἶναι: «ἀναγεννηθεῖτε, ἐξαγνιστεῖτε, ἀνανεωθεῖτε». Τό μέρος ὀνομάζεται ἁγία γῆ, ὄχι ἐπειδή τό ὅρος Χωρήβ ἦταν ἁγία γῆ ἀπό μόνο του. Ἐκεῖνος ὁ τόπος ἔγινε ἅγιος ἀπό τή στιγμή πού ὁ Θεός θέλησε νά συναντήσει καί νά πλησιάσει τόν θνητό ἄνθρωπο, ἔγινε ἅγιος τόπος ἐξαιτίας τῆς παρουσίας Του.

     Πράγματι, ὁλόκληρο τό σύμπαν δέν θά εἶχε οὔτε ἕνα μόριο, οὔτε ἕνα ἄτομο ἅγιο, ἄν ἡ ἁγιότητα τοῦ αἰώνιου Δημιουργοῦ, δέν φώτιζε τά πάντα καί ἐάν τό μαρτύριο καί ἡ ἀνάστασή Του, δέν χάριζε στήν οἰκουμένη ἕνα λαμπρό φωτοστέφανο. Καί ἐμεῖς ὅμως, ἐκτός ἀπό τόν ταξιδιώτη πού θέλει νά πάει στήν Ἱερή χώρα, καθημερινά πλησιάζουμε στήν ἁγία χώρα. Γιά ἐκείνους, πού θά περάσουν στή γῆ κάποιες ἑκατοντάδες καί χιλιάδες μέρες, κάθε μέρα σημαίνει ἕνα βῆμα πιό κοντά στήν Ἱερή χώρα. Ἰδιαίτερα γιά μένα καί γιά σένα, φίλε μου, γιά μένα καί γιά σένα τούς ὁποίους ὁ θάνατος, αὔριο θά ἐξορίσει ἀπό αὐτό τόν κόσμο,  γιά μᾶς κάθε ὥρα, κάθε λεπτό εἶναι ἕνα μεγάλο βῆμα πρός αὐτή τή νέα, ἄγνωστη καί ἅγια χώρα, ἀπό τήν ὁποία οἱ προσκυνητές δέν ἐπιστρέφουν. Ἐμεῖς ἤδη βρισκόμαστε στήν τελευταία μέρα, στό τελευταῖο μας βῆμα. Μπροστά μας ὑπάρχει «ὁ καιόμενος βάτος» ἡ ἄσβηστη, αἰώνια φλόγα τοῦ Θεοῦ. Σ' αὐτή τήν ἑορταστική στιγμή πρίν τό θάνατο, ὅταν πρέπει νά πλησιάσουμε αὐτή τόν «καιόμενο βάτο», ἀκοῦμε ξεκάθαρα τήν παρακάτω φωνή, ἐκτός καί ἄν τό πνεῦμα μᾶς εἶναι κουφό καί δεμένο μέ αὐτόν τόν κόσμο: «Μή ἐγγίσης ὧδε, λύσαι τό ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου ὁ γάρ τόπος, ἐν ὤ σύ ἔστηκας, γῆ ἅγιά ἐστι».

     Ἡ φωνή αὐτή λοιπόν μᾶς ζητᾶ νά «καθαριστοῦμε» νά ἐξαγνιστοῦμε, γιατί τίποτε ἀκάθαρτο δέν εἰσέρχεται σ' αὐτή τή φλόγα, γιατί καθετί ἀκάθαρτο γίνεται στάχτη, ὅ,τι ὅμως εἶναι ἐξαγνισμένο καί ἅγιο δέν καίγεται. Ἡ θεϊκή φλόγα τό κρατάει, τό διατηρεῖ μέσα της, σέ μία ἀνείπωτη, ἀνεκδιήγητη χαρά, ἀνέκφραστη δύναμη καί ἁγιότητα!

     Εἶναι βέβαια σαφές πώς σ' αὐτό τό σημεῖο μέ τή λέξη «ὑπόδημα» ἐννοεῖται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι τά «ὑποδήματά» του. Ἐπειδή δέν ἐμφανίζεται ὁ ἄνθρωπος ἐνώπιόν του Θεοῦ μέ τά ὑποδήματα. Ἄς προσέξουμε λοιπόν μέ τί εἴδους ὑποδήματα καί μέ τί εἴδους ἔνδυμα ντύσαμε τήν ψυχή μας, τήν ὥρα πού ἑτοιμαζόμαστε νά παρουσιαστοῦμε ἐνώπιόν του Θεοῦ. Καί ἄν βροῦμε πώς ἡ ψυχή μᾶς εἶναι ντυμένη στήν ἁμαρτία, γρήγορα νά
«ξεντυθοῦμε» ἀπό αὐτό τό ἐπικίνδυνο ἔνδυμα, γιά νά μήν κατακαεῖ ἡ ψυχή μας, στήν φρικτή φωτιά τοῦ βάτου, ὁ ὁποῖος «καίεται μέν πυρί, ἀλλά οὐ κατεκαίετο».

     Αὐτή ἡ πράξη, τό νά ἀποβάλλει κανείς τό φόρεμα τῆς ἁμαρτίας, εἶναι ἡ μετάνοια. Προτείνω λοιπόν, σέ ὅλους, καί σέ ἐμένα καί σέ ἐσένα τήν μετάνοια. Ἡ μετάνοια νά εἶναι ἡ τελευταία μας ἀπασχόληση τίς τελευταῖες ὧρες μας, πρίν τό θάνατο.

     Εἴτε λοιπόν πεθάνουμε αὔριο εἴτε πεθάνουμε μεθαύριο, εἴτε σέ δέκα ἤ σέ πενήντα χρόνια, τό ἴδιο ἐπείγει ἡ μετάνοια, γιατί εἶναι πολύ σημαντική. Ἐπειδή ὅλες οἱ μέρες μας πάνω στή γῆ εἶναι μέρες πρίν τό θάνατό μας. Καί γι' αὐτό τό λόγο οἱ προφῆτες καί οἱ διδάσκαλοι τῆς πίστης καί τῆς καλοσύνης, ἀκούραστα καλοῦσαν σέ μετάνοια ὅλους τους ἀνθρώπους. Καλοῦσαν ὅλους τους ἀνθρώπους σέ μετάνοια ἄσχετα μέ τήν θέση πού εἶχαν στή ζωή καί ἄσχετα μέ τήν ἡλικία.

     Καλοῦσαν καί τούς ἡλικιωμένους καί τούς νέους, καί τούς ἄρρωστους καί τούς ὑγιεῖς, καί τούς ἰσχυρούς καί τούς ἀδύναμους. Γιατί ὁ θάνατος ἔχει τό δικό του ρολόι, τό ὁποῖο δέν συμφωνεῖ μέ τό ρολόι τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ἐμεῖς λέμε γιά κάποιον πώς εἶναι νωρίς, ὁ θάνατος λέει «ἦρθε ἡ ὥρα». Ὅταν ὅμως λέμε «ἦρθε ἡ ὥρα», ἐκεῖνος ἅπαντα «εἶναι νωρίς». Μετά τό θάνατο δέν ὑπάρχουν οὔτε δικαιολογίες, οὔτε δυνατότητα μετάνοιας.

     Ὅταν ὁ βασιλιάς τῶν προφητῶν, ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἦρθε ἀπό τήν ἔρημο, γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς του στόν κόσμο αὐτό, φώναζε μέ ὀδύνη: «Μετανοεῖτε»!

     Ὅταν ὁ ἴδιος ὁ βασιλιάς τῶν βασιλιάδων, ἄνοιξε τό θεϊκό Του στόμα γιά νά διδάξει, κάλεσε τόν λαό σέ μετάνοια, λέγοντας: «Μετανοεῖτε γιατί πλησιάζει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

     Τό πρῶτο ἀποστολικό κήρυγμα, μετά τή φανέρωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄρχιζε μέ τά παρακάτω λόγια: Μετανοεῖτε (Πράξεις Ἀποστόλων 2, 38).

     Καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τά ταραγμένα χρόνια τῶν ἀποστόλων καί τῶν μαρτύρων, μέχρι σήμερα τόνιζε καί τονίζει, πώς ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ τήν ἀρχή τῆς ἀνθρώπινης σωτηρίας. Μετανοεῖτε καί πιστέψτε στό Εὐαγγέλιο!

     Ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀκούγεται διαμέσου τῶν αἰώνων: Μετανοεῖτε!

     Μελετῆστε τίς ζωές τῶν μεγάλων Ἁγίων καί Πατέρων τῆς ἐκκλησίας καί θά ἀνακαλύψετε πώς στήν ἀρχή τῆς ἁγιότητάς τους, μετανόησαν. Χωρίς μετάνοια δέν ὑπάρχει χριστιανισμός. Ὅπως τό παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ χρησιμοποιεῖται γιά δύο ἀνάγκες: γιά νά βγεῖ ἀπό αὐτό ὁ ἀκάθαρτος ἀέρας καί νά μπεῖ ὁ καθαρός, ἔτσι καί μέ τή μετάνοια ἐξέρχεται ἀπό τόν ἄνθρωπο τό κακό πνεῦμα καί εἰσέρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα!

     Οἱ σημαντικότεροι Ἅγιοι ἱστορικά, ἦταν αὐτοί πού μετανόησαν εἰλικρινά γιά τίς ἁμαρτίες τους. Ἡ Μαρία ἡ Αἰγύπτια γιά δεκαέξι χρόνια ἦταν ἡ πιό ἀναίσχυντη, ἡ πιό ἀκόλαστη γυναίκα τῆς Αἰγύπτου. Μία μέρα ὅμως, στάθηκε μπροστά στό ναό τοῦ Τάφου τοῦ Κυρίου στά Ἱεροσόλυμα, ἀναλογίστηκε τή ζωή της καί αἰσθάνθηκε μεγάλη ντροπή. Ἀπό τήν ψυχή τῆς βαθιά ξεχείλισε μία ἀπέχθεια γιά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό της, μία ἀπέχθεια γιά τίς παράλογες ἁμαρτίες της, μία ἀηδία γιά ὅλο τό παρελθόν της. Ἄνοιξε τό «παράθυρο» καί φρέσκος ἀέρας εἰσῆλθε στό πνιγηρό δωμάτιο τῆς ψυχῆς της. Μέ μίας, ἀνακάλυψε τή διαφορά ἀνάμεσα στή σαπίλα καί στή φρεσκάδα, ἐπειδή ὅπου ὑπάρχει μόνο σαπίλα, δέν καταλαβαίνει κανείς τή διαφορά σαπίλας καί φρεσκάδας, καί τό ἴδιο συμβαίνει ὅταν ὅπου ὑπάρχει μόνο φρεσκάδα.

     Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἄρχισε ἡ μετάνοια τῆς μεγάλης ἁμαρτωλῆς, καί μαζί μέ τή μετάνοια, ἡ πίστη της στό Εὐαγγέλιο. Γιατί χωρίς τήν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας τοῦ ὁ ἄνθρωπος δέν αἰσθάνεται ἀνάγκη γιά τό Εὐαγγέλιο. Ὅπως ὁ ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ τό νερό γιά νά καθαριστεῖ, τή στιγμή πού καταλαβαίνει τήν ἀκαθαρσία τοῦ σώματος, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος μόνον, ὅταν αἰσθανθεῖ πώς εἶναι ἁμαρτωλός καί ἀρχίσει νά πνίγεται ἀπό τήν αἴσθηση τῆς ἁμαρτίας καί ἀπό τήν «ἀκαθαρσία» τῆς ψυχῆς του, μπορεῖ νά ἐπιθυμήσει δυνατά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.

     Κάτι παρόμοιο συνέβη καί μέ τήν ὁσία Ταϊσία καί τήν ὁσία Πελαγία. Καί οἱ δύο τους ἦταν γνωστές ἁμαρτωλές. Ἡ μετάνοιά τους σάν τσεκούρι ἔσκισε τήν ζωή τους. Καί οἱ δύο τους μέ τήν μετάνοια καθάρισαν τήν «τσίμπλα» ἀπό τά πνευματικά τους μάτια καί εἶδαν τήν πραγματική ὄψη τοῦ ἑαυτοῦ τους. Μέχρι ἐκείνη τή στιγμή δέν ἔβλεπαν τόν ἑαυτό τούς ὅπως ἦταν πραγματικά. Ἀντίκρισαν τήν μέχρι τότε ζωή τους μέ τήν ἀηδία, τήν σιχαμάρα, καί τόν τρόμο πού βλέπει ὁ ἄνθρωπος κουλουριασμένα φίδια στό κρεβάτι του. Τραντάχτηκαν καί μέσα στήν ἀπελπισία τούς ἄρχισαν νά «πλένονται» καί νά «καθαρίζονται» μέ τή νηστεία, μέ τήν προσευχή καί μέ τά δάκρυα τῆς μετάνοιας. Τό Ἅγιο Πνεῦμα, χωρίς τό ὁποῖο κανείς δέν μπορεῖ νά «καθαριστεῖ» καί νά ἁγιαστεῖ, «καθάρισε» καί ἁγίασε αὐτές τίς δύο μετανιωμένες ψυχές, ὅπως «καθάρισε» καί ἁγίασε καί χιλιάδες ἄλλες ψυχές, πού μέ τήν μετάνοια ἄνοιξαν τό «παράθυρο» καί τό κάλεσαν νά «καθαρίσει» καί νά ἁγιάσει τήν ψυχή τους. Ἔργο ἰδιαίτερα προσφιλές σ' Αὐτό.

     Παρόμοια εἶναι καί ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου, ἡ ἀνηθικότητα τοῦ ὁποίου τόν ἔφερε στά ὅρια τῆς ἀπελπισίας καί στά ὅρια τῆς αὐτοκτονίας. Ἐξαιτίας τῶν θερμῶν προσευχῶν καί τῶν πικρῶν δακρύων τῆς μητέρας τοῦ Μόνικας, ὁ Αὐγουστίνος σώθηκε ἀπό τόν τελικό ἀφανισμό. Γιατί στήν κατάσταση πού ἔφτασε ὁ Αὐγουστίνος ὁδηγοῦνται πολλοί νέοι ἄνθρωποι. Ἡ ἁμαρτία καί ἡ ἀπελπισία ἔφεραν τόν Αὐγουστίνο στό χεῖλος μίας τέτοιου εἴδους καταστροφῆς, πού ὁ ἄνθρωπος ἔχει νά ἐπιλέξει ἕνα ἀπό τά δύο, εἴτε μετάνοια, εἴτε τό σχοινί γιά κρέμασμα ἀπό τά χέρια τοῦ διαβόλου. Γιατί αὐτός μέ τό σκοινί στό χέρι περπατάει γρήγορα πίσω ἀπό κάθε ἀκόλαστο καί ἀπελπισμένο.

     Ὁ ὅσιος Αὐγουστίνος θαρραλέα ἀπομάκρυνε τό δαίμονα τῆς ἀκολασίας καί τῆς ἀπελπισίας καί ἄρχισε νά μετανιώνει. Ἀπό ἀκόλαστος, μέ τόν καιρό ἔγινε ἅγιος, ἀπό μιαρό σκεῦος ἔγινε καθαρό σκεῦος, ἀπό ἀπελπισμένος ἔγινε ἥρωας, ὁ ὁποῖος ἐνέπνεε καί ἐμπνέει τόν ἡρωισμό σέ πολλές ἀπελπισμένες ψυχές.

     Μέ τήν μετάνοια, θαυματουργικά γιατρεύτηκε καί ὁ ληστής Μωυσῆς. Κάποτε, ἀφοῦ διέπραξε πολλούς φόνους καί ληστεῖες ἐπιτέθηκε μέ τή συμμορία του σέ ἕνα μοναστήρι. Καί ἐνῶ μέχρι τότε ἀσυλλόγιστα ἐπιτίθονταν σέ ἄλλους ἀνθρώπους, ἀπό τότε πού μετανόησε ἐπιτίθονταν μόνον στόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Δηλαδή ἄρχισε νά τιμωρεῖ τόν ἑαυτό του, μέ τήν πείνα, μέ τήν δίψα, μέ τήν φυλακή, μέ τούς ραβδισμούς, μέ τήν αὐτοκριτική. Μέ αὐτή τήν αὐστηρή μέθοδο καί μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, κατάφερε νά ξεφλουδίσει ἀπό τήν ψυχή του, τόν χοντρό φλοιό τῆς ἁμαρτίας καί νά φωτίσει τήν ψυχή του μέ τό πράο καί σιωπηρό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.

     Ἡ μετάνοια εἶναι ἕνα πνευματικό λουτρό στό ὁποῖο «καθαρίστηκαν» οἱ πιό σημαντικοί δημιουργοί, τῶν πιό σημαντικῶν ἔργων τῶν χριστιανικῶν λαῶν. Ὅλοι τους ἐξαγνίστηκαν μέ τή μετάνοια καί γι' αὐτό τό λόγο μποροῦσαν νά βοηθοῦν καί ἄλλους νά ἐξαγνιστοῦν. Ὅλοι τους ταπεινώθηκαν μέχρι ἔσχατου σημείου καί γι' αὐτό τό λόγο ἀνυψώθηκαν μέχρι τά οὐράνια. Ὁ ἀριθμός τούς εἶναι δύσκολο νά μετρηθεῖ, ὅπως δύσκολο εἶναι νά μετρηθεῖ ἡ μεγαλοσύνη τους. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι θεμελιωμένη πάνω σέ Ἁγίους πού μετανόησαν, ὅπως τά παλάτια εἶναι χτισμένα πάνω σέ λαξεμένες καί ὡραῖες πέτρες.

     Ἐσεῖς βέβαια, ἀδερφοί μου, ἴσως πεῖτε, πώς ἐγώ ἀναφέρω παραδείγματα μετάνοιας καί μετανιωμένων ἀνθρώπων παλαιότερων ἐποχῶν, πού στίς μέρες μας δέν μποροῦν νά ἀποτελέσουν παράδειγμα. Ἐπίσης ἴσως πεῖτε πώς ὅλα τά παραδείγματα πού ἀναφέρθηκαν ἀνήκουν ὄχι μόνο σέ παλιότερες ἐποχές, ἀλλά καί σέ ἀπομακρυσμένους λαούς, πού ἔζησαν κάτω ἀπό διαφορετικές συνθῆκες ζωῆς. Θά τολμήσω ὅμως σέ αὐτό τό σχόλιο νά ἀπαντήσω ὡς ἑξῆς: Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἄλλαξαν πολύ οἱ ἐξωτερικές συνθῆκες. Ἄλλαξε ὁ τρόπος μεταφορᾶς, ὁ τρόπος φωτισμοῦ μέσω τοῦ ρεύματος, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐκδίδονται τά βιβλία, ὁ τρόπος ἐπικοινωνίας τῶν ἀνθρώπων, ὁ τρόπος ἐνδυμασίας μας, ὁ τρόπος πού ἐργαζόμαστε, ὁ τρόπος πού πολεμᾶμε. Ὅλα αὐτά εἶναι διαφορετικά καί δέν εἶναι ἴδια μέ τήν ἐποχή πού ἔζησε ἡ Μαρία τῆς Αἰγύπτου, οὔτε εἶναι ἴδια μέ τήν ἐποχή πού ἔζησε ὁ Αὐγουστίνος στή Ρώμη. Δύο ὅμως πράγματα, ἀδελφοί μου, δέν ἄλλαξαν: ὁ Θεός καί ἡ πορεία πρός τόν Θεό. Ὁ Θεός εἶναι σήμερα ἴδιος ὅπως καί τότε. Ἡ πορεία πρός τόν Θεό εἶναι καί σήμερα ἴδια!

     Ὅποιος σήμερα ἐπιθυμεῖ νά ταξιδέψει ἀπό τή Θεσσαλονίκη στό Παρίσι δέν σελώνει τό ἄλογο, οὔτε ἑτοιμάζει ἅμαξα ὅπως παλιά. Κάθεται σέ μία θέση στό τρένο καί ταξιδεύει. Ὅποιος σήμερα ἐπιθυμεῖ νά γράψει ἕνα βιβλίο, δέν προετοιμάζει τό δέρμα τοῦ ἀρνιοῦ γιά νά τό κάνει περγαμηνή, οὔτε χαράζει μέ μαχαίρι τά γράμματα σέ ξύλο ἤ σέ πέτρες ὅπως κάποτε. Παίρνει τό φτερό καί τό χαρτί καί γράφει. Ὅποιος ὅμως σήμερα θέλει νά ξεμεθύσει ἀπό τό «μεθύσι» τῆς ἁμαρτίας καί νά ἀνυψώσει τό πνεῦμα του στό Θεό, αὐτός πρέπει νά περάσει τίς ἴδιες δυσκολίες τῆς μετάνοιας πού πέρασαν ἡ Ἁγία Μαρία, ὁ Ἅγιος Βασίλειος, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὁ Ἅγιος Μακάριος, ὁ Ἅγιος Αὐγουστίνος καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι.

     Ἄν ἐπίσης νομίζετε, πώς ἡ διαφορά αἵματος καί ἡ διαφορά λαοῦ κάνει πιό εὔκολο ἤ πιό δύσκολο τόν δρόμο γιά τή σωτηρία, τότε πρέπει νά σᾶς πῶ ὅτι οἱ δικοί σας ἅγιοι, πού ἔχουν τό ἴδιο αἷμα καί ἀνήκουν στόν ἴδιο λαό μέ σας, ἀνέβηκαν τόν ἴδιο δρόμο στήν πορεία τους πρός τόν Θεό, ὅπως καί οἱ ἅγιοι πού κατάγονται ἀπό τήν Αἴγυπτο, ἀπό τήν Παλαιστίνη, ἀπό τή Συρία, ἀπό τήν Ἀρμενία, ἀπό τήν Ἑλλάδα, ἀπό τή Βουλγαρία, ἀπό τή Ρωσία.

     Μπορεῖ νά νομίζετε, πώς τά παραδείγματά μου ἴσως εἶναι κάπως παλιά γιά ἐσᾶς. Ἴσως θά πεῖτε πώς οἱ ἅγιοι στούς ὁποίους ἀναφέρθηκα, ἔζησαν τήν ἐποχή τοῦ μεσαίωνα. Θά πεῖτε πώς εἶστε ἄνθρωποι τῆς σύγχρονης ἐποχῆς καί δέν σᾶς εἶναι σαφές, γιατί ἡ μετάνοια σήμερα εἶναι τόσο ἀναγκαία ὅσο ἦταν καί στά παλαιότερα χρόνια. Γι' αὐτό τό λόγο ἐγώ θά ἀναφέρω παραδείγματα σημερινά ἀπό ἀνθρώπους πού ζοῦν δίπλα μας.

     Πρίν ἀπό μερικές μέρες μέ ἐπισκέφτηκε ἕνας ἔμπορος, πού μου εἶπε γιά τόν ἑαυτό τοῦ τά ἑξῆς: «Κληρονόμησα μία ἐμπορική ἐπιχείρηση ἀπό τόν πατέρα μου καί ἐπιθυμοῦσα μέ κάθε τρόπο νά τήν ἐπεκτείνω. Χρησιμοποιοῦσα κάθε τρόπο καί κάθε μέσο γιά νά πετύχω τό στόχο μου. Ἐξαπατοῦσα τούς ἀνθρώπους, χρησιμοποίησα πλαστά χρήματα, ὁρκιζόμουν ψεύτικα τήν ὥρα πού πουλοῦσα καί τήν ὥρα πού ἀγόραζα, ἔβαζα μεγάλο τόκο στούς ὀφειλέτες μου, ἔκλεβα ἀπό τόν καθένα καί ἤμουν τσιγκούνης μέ ὅλους. Καί ὅσο ἐγώ βυθιζόμουν μέ ὅλη μου τήν ψυχή στίς ἐμπορικές μου δραστηριότητες, ὁ διάβολος μπῆκε στό σπίτι μου ἀπό τήν ἄλλη πόρτα καί ἄρχισε νά τό καταστρέφει συθέμελα. Δηλαδή, ἡ γυναίκα μου παραδόθηκε στήν ἀκολασία καί ὁ μοναχογιός μας, περιφρονώντας καί ἐμένα καί τή μητέρα του, ἔφυγε μακριά, ἐγκατέλειψε τό σπίτι χωρίς νά πεῖ τίποτε. Μία Κυριακή, πρίν νά βραδιάσει, καθόμουν στό σπίτι δίπλα στό παράθυρο, σκεπτόμενος τή δουλειά μου. Τότε ἄκουσα δύο ἀνθρώπους νά μιλοῦν, στό δρόμο κάτω ἀπό τό παράθυρό μου. Ὁ ἕνας ρώτησε τόν ἄλλο: -Ποῦ βρισκόμαστε; Καί ὁ ἄλλος εἶπε: -Αὐτό εἶναι τό σπίτι τοῦ τάδε ἐμπόρου. Ἀκούγοντας τό ὄνομά μου εἶπε ὁ πρῶτος: -Ὁ Θεός ἄς συγχωρέσει τήν ψυχή τοῦ τίμιου πατέρα του. Καλύτερα θά ἦταν αὐτός ὁ ἄσπλαχνος γιός του, νά σβήσει ἀπό τήν ταμπέλα τό ὄνομα τοῦ τίμιου πατέρα του καί νά γράψει τήν ἐπιγραφή «Διάβολος καί Σία». Ἐκείνη τή στιγμή ἄν ἕνας κεραυνός χτυποῦσε τό σπίτι μου, λιγότερο θά μέ τάραζε ἀπό αὐτά τά λόγια.

     Τήν ἴδια νύχτα, παρόλο πού ἦταν σκοτάδι καί ἔβρεχε, πῆγα στόν τάφο τοῦ πατέρα μου καί ἔμεινα ἐκεῖ μέχρι τό ξημέρωμα, κλαίγοντας μέ λυγμούς. Τό πρωί ἐγκατέλειψα τά πάντα καί βρῆκα καταφύγιο σ' ἕνα ἀπομακρυσμένο μοναστήρι. Ἐκεῖ παρέμεινα μέχρι τώρα, μετανοώντας βαθιά μέ νηστεία καί προσευχή. Σήμερα νιώθω πώς εἶμαι ἐντελῶς διαφορετικός ἄνθρωπος. Βρῆκα τήν ψυχή μου, τόν μοναδικό μου θησαυρό. Ἄρχισα νά σκέφτομαι καί νά φροντίζω γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μου, περισσότερο ἀπό καθετί ἄλλο στόν κόσμο».

     Αὐτή ἡ ἱστορία μέ ἐξέπληξε γιά ἕνα λόγο. Δέν μέ ἐξέπληξε ἡ ἱστορία ἀπό μόνη της, ἀλλά μέ ἐντυπωσίασαν οἱ ὁμοιότητες πού ἔχει μέ τίς ἱστορίες κάποιων μετανοημένων ἀνθρώπων καί ἁγίων, πού ἔζησαν πρίν ἀπό δέκα πέντε αἰῶνες.

     Μία ἄλλη φορᾶ μέ ἐπισκέφτηκε μία γυναίκα καί μέ κλάματά μου διηγήθηκε τήν σκοτεινή ἱστορία τῆς ζωῆς της. Ἡ ἱστορία τῆς εἶναι τόσο σκοτεινή, πού εἶναι ντροπή νά τήν πεῖ κανείς στό καπηλειό. Πῶς λοιπόν νά τήν πεῖ κανείς ἀπό τό ἱερό βῆμα τοῦ ναοῦ; Ὅσο αὐτή ἐξομολογοῦνταν τίς ἁμαρτίες της, στό νοῦ μου εἶχα ἱστορίες ἄλλων ἁμαρτωλῶν γυναικών ἀπό τό χριστιανικό παρελθόν. Ὄχι μόνο οἱ ἁμαρτίες τῆς σύγχρονης ἁμαρτωλῆς γυναίκας ἐμοίαζαν μέ τίς ἁμαρτίες τῶν παλαιότερων ἁμαρτωλῶν γυναικών, ἀλλά καί ἡ ταπεινή καί ἡ «ἐκ βαθέων» καί ἀποφασιστική μετάνοιά της ἐμοίαζε ἐπίσης.

     Κάποτε, ὅταν ὑπηρετοῦσα σέ ἕνα ὀρεινό χωριό, θυμᾶμαι πώς ἦρθε ἕνας μορφωμένος, πολυμαθής «ἀνήξερος», νά μιλήσει σέ μία συγκέντρωση τοῦ λαοῦ γιά τά ἀνθρώπινα δικαιώματα. Ἕνας ἀπό τούς πολλούς πού ὑπάρχουν σ' αὐτή τή χώρα καί ἐκθέτουν συνεχῶς σέ κίνδυνο τήν εἰρήνη καί τήν ἠθική του λαοῦ. Ἀνέλυε τά πάντα λεπτομερῶς, ἀλλά μιλοῦσε μέ σκέψεις ἄλλων ἀνθρώπων, χωρίς νά λέει τή δική του γνώμη. Ὅταν τελείωσε τήν ὁμιλία του, οἱ ἄνθρωποι ἔμειναν σιωπηλοί σάν πέτρες. Ὁ ὁμιλητῆς πλησίασε ἕναν σκεφτικό, μέσης ἡλικίας, ἁπλό ἄνθρωπο καί τόν ρώτησε ποιά εἶναι ἡ γνώμη του γιά τά ἀνθρώπινα δικαιώματα. Αὐτός ἀναστέναξε βαθιά καί ἀπάντησε: -Γιατί ρωτᾶς ἐμένα, κύριε; Ἐγώ εἶμαι ὁ πιό ἁμαρτωλός ἄνθρωπος στόν κόσμο καί ἔμενα προσωπικά δέν μοῦ χρειάζεται κανένα δικαίωμα, ἐμένα μου εἶναι ἀπαραίτητη ἡ μετάνοια. Δέν ἔχω δικαίωμα λόγω τῶν ἁμαρτιῶν μου, οὔτε νά ζεσταίνομαι ἀπό τό φῶς τοῦ ἥλιου τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἔχω δικαίωμα νά ἀναπνέω τό θεϊκό ὀξυγόνο. Παρατήρησα, πώς στήν ὁμιλία σου δέν τόλμησες νά ἀναφέρεις τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, πιθανόν ἀπό τό φόβο πού ἔχεις ἀπέναντι στόν Θεό. Ἀκόμη καί ἐγώ πού εἶμαι τόσο ἁμαρτωλός, ἀξίζω περισσότερο νά ἀναφέρω τό ὄνομά Του.

     Λέγοντας αὐτά στόν «πολυμαθῆ» κύριο, αὐτός ὁ ἁπλός ἄνθρωπος, στή συνέχεια ἄρχισε νά μιλᾶ στόν ὑπόλοιπο λαό γιά τήν ἀναγκαιότητα τῆς μετάνοιας. Τούς εἶπε πώς ἡ μετάνοια εἶναι ἡ πρώτη ἀνάγκη κάθε ἀνθρώπου καί ὁλόκληρού του λαοῦ καί συνέχισε λέγοντας πώς οἱ ἄνθρωποι εὔκολα θά συμφωνοῦσαν ὅσον ἀφορᾶ τά δικαιώματα καί θά ἔβαζαν σέ τάξη ὅλα ὅπως πρέπει, στήν περίπτωση πού μετανίωναν γιά τίς ἁμαρτίες τους. Οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι ἀπό τό χωριό ἄκουσαν τά λόγια του μέ κατάπληξη καί τόν ἐπιδοκίμασαν. Ὁ «ἔξυπνος» κύριος ἐγκατέλειψε τήν συγκέντρωση μουρμουρίζοντας θυμωμένα καί ἔφυγε ἀπό τά βουνά μας.

     Πολλοί ἄνθρωποι πού πῆγαν στόν πόλεμο γυρίζουν χωρίς νά διδαχτοῦν σχεδόν τίποτε. Προσωπικά γνώρισα ἕναν ἁπλό ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μου ἐξομολογήθηκε πώς στόν πόλεμο ἐνίωσε καί κατάλαβε τί σημαίνει νά ἔχει κανείς τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Πρίν ἀπό τόν πόλεμο δέν εἶχε νιώσει αὐτόν τό φόβο. Ἐπιστρέφοντας ἀπό τόν πόλεμο στό χωριό του ὡς ἔφεδρος ἀξιωματικός, ἄρχισε νά καλεῖ τούς ἀνθρώπους σέ μετάνοια καί κατόρθωσε νά «γιατρέψει» πενήντα σπίτια ἀπό κάθε ἁμαρτία.

     Καί τώρα συνεχίζει μέ μεγάλη προθυμία, νά παρακινεῖ ὅλο τό χωριό του σέ μετάνοια καί διά μέσου της μετάνοιας νά τό ὁδηγεῖ στήν ἐξαγνισμένη χριστιανική ζωή. Δέν πληρώνεται ἀπό κανέναν, οὔτε -ἀλίμονο- περιμένει κάποια πληρωμή ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἡ ἀληθινή προθυμία πρός τό Θεό τόν κινεῖ γιά νά πράττει αὐτό τό εὐλογημένο ἔργο. Ὅταν τόν ρώτησα ποιά εἶναι ἡ γνώμη του γιά διάφορα θέματα πού σήμερα δημιουργοῦν ἀνησυχία στή χώρα μας, αὐτός ἀπάντησε μέ πραότητα: Ὅλα αὐτά τά θέματα εἶναι δευτερεύουσας σημασίας καί εἶναι ἄλυτα, μέχρι νά λυθεῖ ἕνα βασικό θέμα καί ἐρώτημα. Τό βασικό θέμα εἶναι ἡ μετάνοια τοῦ λαοῦ ἐνώπιόν του Θεοῦ.

     Ὑπάρχουν καί ἄλλα, ἀμέτρητα, σύγχρονα παραδείγματα μετανοημένων ἀνδρῶν καί γυναικών, ἀνθρώπων πού ζοῦν στή σημερινή κοινωνία, τά ὁποία γνωρίζω προσωπικά καί τά ὁποία θά μποροῦσα μέχρι αὔριο νά ἀπαριθμῶ. Μοιάζουν ἀπίστευτα μέ κλασικά παραδείγματα ἀνθρώπων πού ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διαφύλαξε καί τόνισε ὡς σωστά παραδείγματα γιά τούς πιστούς.

     Ὅπου ὑπάρχει ἁμαρτία ἐκεῖ μπορεῖ νά ὑπάρξει καί μετάνοια. Ὅπου ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ὑπάρχει καί ἁμαρτία. Ἴδιες εἶναι οἱ ἁμαρτίες καί σήμερα, ὅπως ἦταν καί πρίν δύο χιλιάδες χρόνια, ἴδιο εἶναι καί τό φάρμακο γιά ὅλες τίς ἁμαρτίες: ἡ μετάνοια! Τό φάρμακο -πρῶτο καί βασικό φάρμακο- γιά ὅλες τίς ἁμαρτίες εἶναι ἡ μετάνοια! Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ πρώτη πνευματική ἰατρική, πού παρέχεται στόν ἀσθενῆ γιά τήν ἁμαρτία!

     Σκεφτεῖτε τό ἑξῆς: ἡ ἀκαθαρσία στή γῆ σήμερα εἶναι ἴδια ὅπως ἦταν καί πρίν δύο χιλιάδες χρόνια, ἴδιο
εἶναι καί τό νερό πού τήν καθαρίζει. Φανταστεῖτε, λοιπόν πώς ταξιδεύετε ἀπό τήν Θεσσαλονίκη ὡς τό Βλαδιβοστόκ στή βόρεια ἄκρη τῆς Ρωσίας καί πώς λερώνεστε ἀπό τή σκόνη. Θά πλενόσασταν στήν Θεσσαλονίκη μέ νερό ἐνῶ στό Βλαδιβοστόκ θά πλενόσασταν μέ πετρέλαιο; Κατά τή διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ σας στόν σκονισμένο δρόμο, δέν θά πλενόσασταν μέ νερό; Φυσικά μέ νερό.

     Τό βάδισμα τῆς ἀνθρωπότητας διά μέσου της ἱστορίας εἶναι ἕνα μακρινό ταξίδι. Σ' αὐτό τό μακρινό ταξίδι, ἡ ἀνθρωπότητα «λερώνεται» καί «σκονίζεται» πάντα μέ τήν ἴδια σκόνη καί «πλένεται» πάντα μέ τό ἴδιο νερό. Ἡ σκόνη εἶναι ἡ ἁμαρτία καί τό νερό εἶναι ἡ μετάνοια.

     Ἀδερφοί μου, ἡ μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι μία πράξη κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ἐπαναστατεῖ στόν ἴδιο του τόν ἑαυτό καί αὔτη τήν ἐπανάσταση τήν ξεκινᾶ ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος ὅταν συνειδητοποιήσει πώς ὁ ἐχθρός βρίσκεται μέσα του! Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μέ τήν αὐταπάτη, πώς ὅλοι οἱ ἐχθροί του εἶναι ἔξω ἀπό τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό, ὡς τότε δέν ἐξεγείρεται ἐνάντια στόν ἑαυτό του. Ὅταν ὅμως μία στιγμή ἀνοίξουν τά ἀνθρώπινα μάτια καί ἀναγνωρίσουν πώς οἱ «κλέφτες» καί οἱ «ληστές» βρίσκονται μέσα στήν οἰκία του, τότε ξεχνάει ἐκείνους πού ἐπιτίθενται στό σπίτι ἀπ' ἔξω καί χρησιμοποιεῖ ὅλη τή δύναμή του νά βγάλει ἔξω ἐκείνους πού ἀπρόσκλητοι μπῆκαν μέσα καί ἐγκαταστάθηκαν.

     Θά ἦταν ἀστεῖος ἕνας ἀρχιστράτηγος, ἄν ὑπερασπιζόμενος μία πόλη ἔβλεπε ὅτι ὁ ἐχθρός μπῆκε μέσα στήν πόλη ἀπό ὑπόγειους διαδρόμους, καμουφλαρισμένος μέ τήν στρατιωτική στολή τοῦ στρατοῦ του καί παρόλα αὐτά παρέμενε ἀπαθής καί συνέχιζε νά πυροβολεῖ ἀπό τίς ἐπάλξεις τῆς πόλης τόν ἐχθρό πού εἶναι ἔξω ἀπό τήν πόλη. Ἐπειδή, σέ τί τόν βοηθᾶ ὅλη ἡ προσπάθεια ποῦ κάνει γιά νά ἐξοντώσει τούς ἐξωτερικούς ἐχθρούς, ἀφοῦ
ὁ ἐχθρός μέ μορφή φίλου προκαλεῖ τούς στρατιῶτες σέ ἀπειθαρχία, ληστεύει, βάζει φωτιές, σπέρνει τήν ἀπελπισία; Μήπως σ' αὐτή τήν περίπτωση, ὁ ἀρχιστράτηγος πολεμᾶ μέ τήν πλευρά τοῦ ἐχθροῦ, ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ; Μήπως βλάπτει τήν ἴδια τοῦ τήν πόλη; Μήπως ἀμύνεται μάταια, νομίζοντας πώς ὁ θάνατος βρίσκεται ἔξω ἀπό τίς ἐπάλξεις τῆς πόλης, ἐνῶ ὁ θάνατος ἀνενόχλητα, πίσω ἀπό τήν πλάτη του, στήνει τίς κρεμάλες καί τοῦ βάζει τή θηλιά στό λαιμό;

     Ἔτσι, τό ἴδιο ἀπρόσεχτα ἐνεργοῦμε καί ἐμεῖς ὅταν θέλουμε νά προστατεύσουμε τήν ψυχή μας, τήν μοναδική πολύτιμη πόλη μας. Ἐπειδή ὅσο ἐμεῖς δίνουμε μεγάλη ἐξωτερική μάχη, γιά νά προστατεύσουμε τή ζωή μας, τήν ἴδια ὥρα τά μοχθηρά πνεύματα ἐσωτερικά κλέβουν τήν ψυχή μας.

     Τά πάθη εἶναι αὐτά πού ἐξαπατοῦν καί δηλητηριάζουν τήν ψυχή μας, τήν καῖνε. Τά πάθη «γκρεμίζουν» ὅλα ὅσα οἱ καλές δυνάμεις καί οἱ ἀγαθοεργίες χτίζουν στήν ψυχή μας. Οἱ ἁμαρτίες μας καί τά ἐγκλήματά μας προκαλοῦν ἀταξία στήν ψυχή μας, σκοτεινιάζουν τό νοῦ μας, γεμίζουν τήν καρδιά μας μέ μία συνεχῆ ἀπληστία καί δυσαρέσκεια, προκαλοῦν μία «ἀτροφία» τῶν πνευματικῶν μας δυνάμεων. Τό τελειωτικό ὅμως χτύπημα στόν ἀγώνα μας γιά τή σωτηρία τῆς πολύτιμης πόλης, δηλαδή γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, δίνει τό χέρι τῆς ἀπελπισίας, πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν πλήρη παράδοσή της. Πράγματι, ἡ ἀπελπισία μᾶς ἐξαναγκάζει νά παραδώσουμε τήν ψυχή μας στό διάβολο! Ἀληθινή αὐτοκτονία! Γιατί ἐμεῖς, ἐξαιτίας τῆς ἀπελπισίας, σάν ἀπερίσκεπτοι στρατηγοί καταστρέφουμε καί παραδίνουμε τήν «πόλη», τήν ψυχή μας, τήν ὁποία ἐμπιστευτικά μας παραδόθηκε ἀπό τό Θεό, γιά νά τήν φυλάγουμε!

     Ἀδελφοί μου, ἡ μετάνοια εἶναι ἕκτος ἀπό ἐπανάσταση τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό εἶναι καί ἡ ντροπή, ἡ αἰσχύνη πού αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ἀπέναντι σέ αὐτό πού εἶναι πιό καθαρό ἀπ' αὐτόν. Γιά παράδειγμα, ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει βρώμικα ροῦχα, ντρέπεται μπροστά στόν ἄνθρωπο πού ἔχει καθαρά ροῦχα. Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν πού ἔχει βρώμικη ψυχή, ντρέπεται μπροστά στόν ἄνθρωπο πού ἔχει καθαρή ψυχή.

     Συχνά ἐμεῖς πού εἴμαστε ποταποί καί κακοί, ἐπιτιθέμεθα στόν ἄνθρωπο πού ἔχει πιό καθαρή ψυχή ἀπό ἐμᾶς, στή συνέχεια ὅμως κρυφά πάντοτε νιώθουμε ντροπή ἀπέναντί του. Ἕνας καταδικασμένος στή φυλακή τοῦ Βελιγραδίου μου εἶπε μία φορά: «Ἐγώ μισῶ κάθε τίμιο ἄνθρωπο, ἀλλά καί τόν ντρέπομαι». Κάποτε ἕνας μορφωμένος ἄνθρωπος, πού ἔγραφε ἐναντίον τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, μοῦ ἐξομολογήθηκε πώς τίς στιγμές πού ἔμενε μόνος του, τόν καταλάμβανε μία ἀνεκδιήγητη ντροπή ἀπέναντι στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ντροπή, ἀλλά στή συνέχεια καί φόβος.

     Πῶς αἰσθανόταν ἄραγε οἱ ἁμαρτωλοί ποῦ βρέθηκαν πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ τόν Χριστό;

     Πόση ντροπή ἔκαιγε τόν τελώνη Ζακχαῖο, ποῦ μέ ἁμαρτωλό τρόπο ἀπέκτησε τά πλούτη του, ὅταν ὁ Κύριος ἀπροσδόκητα ἐπισκέφτηκε τήν οἰκία του; Πόση χαρά καί πόση ταραχή ἀπό ντροπή θά ἐνίωθε ὁ Ζακχαῖος ἐνώπιόν του καθαρότερου Πλάσματος πού πέρασε τό κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ του! Ἄν καί ὁ Χριστός δέν ἀπαίτησε ἀπ' αὐτόν καμία θυσία, ὁ Ζακχαῖος παρακινημένος ἀπό ἐσωτερική ντροπή, φώναξε: «Κύριε, ὑπόσχομαι νά δώσω τά μισά ἀπό τά ὑπάρχοντά μου στούς φτωχούς καί νά ἀνταποδώσω στό τετραπλάσιο ὅσα πῆρα μέ ἀπάτη». (Λουκᾶ 19, 8).

     Ἐνίωσαν ἄραγε ντροπή, ἐκεῖνοι ποῦ κοιτώντας μόνον τίς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων, ἔφεραν μέ βίαιο τρόπο μπροστά στό Χριστό μία μοιχό γυναίκα, ποῦ κατέστρεφε γάμους, γιά νά τήν καταδικάσει; Ὁ Ἰησοῦς δέν τήν καταδίκασε, ἀλλά ἀποφάσισε: «Ὅποιος ἀνάμεσα σας εἶναι ἀναμάρτητος, ἄς ρίξει πρῶτος πέτρα πάνω της» (Ἰωάν. 8, 7)... Αὐτοί ὅμως, ὅταν ἄκουσαν τήν ἀπάντηση, ἄρχισαν μέ πρώτους τους γεροντότερους νά φεύγουν ἕνας ἕνας, μέχρι καί τόν τελευταῖο (Ἴωαν. 8, 9).

     Τά λόγια του Χριστοῦ καί κάθε ἀνθρώπου μέ καθαρή ψυχή, καῖνε σάν φωτιά τίς κεφαλές τῶν ἀνθρώπων πού δέν ἔχουν καθαρή ψυχή. Σκεφτεῖτε πόση ντροπή ἐνίωσε ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα, πού ἐμοίαζε μέ ξερό φύλλο, παρασυρμένο ἀπό τό δυνατό ἄνεμο, ὅταν γεμάτη συγκίνηση πλησίασε τόν παναγνό Υἱό τοῦ Θεοῦ. «Στάθηκε πίσω κοντά στά πόδια Του καί κλαίγοντας ἔβρεχε μέ τά δάκρυα τῆς τά πόδια Του καί τά σκούπιζε μέ τά μαλλιά της. Τά φιλοῦσε καί τά ἄλειφε μέ τό μύρο» (Λουκᾶ 7, 38).

     Σκεφτεῖτε πόση ντροπή ἐνίωσαν οἱ δοῦλοι, οἱ ἀπεσταλμένοι τῶν φαρισαίων καί τῶν θρησκευτικῶν ἀρχηγῶν τοῦ λαοῦ, ὅταν πῆγαν νά συλλάβουν τόν Ἰησοῦ. Σκεφτεῖτε τή ντροπή ποῦ ἐνίωσαν μέσα τους, ἐξαιτίας τῆς ἀποστολῆς τους, ὅταν βρέθηκαν πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ τόν Θεάνθρωπο! Ὅταν ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι, τούς ρώτησαν: «Γιατί δέν Τόν φέρατε;» (Ἴωαν. 7, 45). Ἡ ἀπάντηση τούς ἦταν: «Ποτέ δέν μίλησε ἄνθρωπος, ὅπως Αὐτός» (Ἴωαν. 7, 46).

     Θυμηθεῖτε καί τόν Ναθαναήλ, πῶς εἰρωνευόταν ἐκείνους ποῦ τοῦ μιλοῦσαν γιά τόν Μεσσία ἀπό τή Ναζαρέτ: «Μπορεῖ ἀπό τή Ναζαρέτ νά προέλθει κάτι καλό;» Μόλις ὅμως φωτίστηκε ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, φώναξε: «Διδάσκαλε! Ἐσύ εἶσαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, Ἐσύ εἶσαι ὁ βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ!»

     Θυμηθεῖτε τή ντροπή πού αἰσθάνθηκε ὁ Πέτρος, ὅταν ἀρνήθηκε τρεῖς φορές τόν Διδάσκαλό του! Πῶς λάλησε ὁ πετεινός καί πῶς ὁ Ἰησοῦς σιωπηλά γύρισε καί μέ πραότητα κοίταξε τόν Πέτρο καί «ὁ Πέτρος βγῆκε ἔξω καί ἔκλαψε πικρά» (Λουκᾶ 22, 62).

     Σκεφτεῖτε τί εἶπε ὁ ἕνας κακοῦργος, ποῦ ἦταν κρεμασμένος στό σταυρό, στόν ἄλλο: «Οὔτε τό Θεό δέ φοβᾶσαι ἐσύ;» (Λουκᾶ 23, 40). Εἶναι δύσκολο στήν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων, νά βροῦμε τέτοια συζήτηση ἀνάμεσα σέ τρεῖς ἀνθρώπους. Αὐτή ἡ συζήτηση ἔγινε στό Γολγοθά, στό σταυρό, ἀνάμεσα σέ τρεῖς ἀνθρώπους πού ὑπέφεραν θανατηφόρα μαρτύρια. Οἱ τρεῖς τους ἀντιπροσώπευαν τρεῖς διαφορετικούς κόσμους: τόν Ἅδη, τόν Οὐρανό, τή Γῆ. Ποτέ, μά ποτέ μέ λιγότερα λόγια δέν εἰπώθηκαν περισσότερα.

     Θυμηθεῖτε αὐτά ἀλλά καί ἄλλα ἀνάλογα παραδείγματα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί ἄς βιαστείτε καί ἐσεῖς νά νιώσατε ντροπή γιά τίς ἁμαρτίες σας, μπροστά ἀπό τόν Κύριο Δημιουργό καί νά μετανιώσετε γιά κάθε κακό πού πράξατε. Ἐπειδή πραγματικά σας λέω: ὅπως ὁ Χριστός ὁλοζώντανος στεκόταν πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ τόν Πέτρο καί τόν Ναθαναήλ, ἔτσι στέκεται αὐτή τή στιγμή μπροστά σας μέ ἀμέτρητα μεγαλύτερη δόξα, λάμψη καί
δύναμη. Ἄν θά μπορούσατε νά Τόν δεῖτε, γρήγορα θά ντρεπόσασταν. Ἄχ, μακάρι νά μπορούσατε νά Τόν δεῖτε! Ἡ διαφορά τότε μέ σήμερα εἶναι πώς οἱ ἁμαρτωλοί τότε, πρῶτα ἔ-βλεπαν τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί στή συνέχεια ντρέπονταν καί μετανίωναν, ἐνῶ ἐμεῖς σήμερα πρέπει πρῶτα νά νιώσουμε ντροπή γιά τίς ἁμαρτίες μας καί νά μετανιώσουμε, γιά νά δοῦμε τό πρόσωπό Του. Ὁ Χριστός εἶναι κοντά στόν καθένα ἀπό ἐσᾶς, εἶναι πιό κοντά καί ἀπό τόν ἀέρα πού εἰσέρχεται στούς πνεύμονές σας, εἶναι πιό κοντά καί ἀπό τό αἷμα στήν καρδιά σας. Σταθεῖτε μπροστά Του ἔχοντας ντροπή καί «ξεπλύνετε» τήν ψυχή σας μέ μετάνοια καί θά τόν δεῖτε!

     ΑΔΕΛΦΟΙ ΜΟΥ, ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ, ΕΠΕΙΔΗ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ. Ἐπειδή ποτέ μέχρι τώρα δέν ἦταν τόσο ἀδύναμα τά βασίλεια τῆς γής. Τά βασίλεια τῆς γής δέν ἦταν ποτέ πιό ἀνίσχυρα νά προσφέρουν στήν ἀνθρώπινη ζωή κάποια ὑψηλή ἀξία καί κάποιο ὑψηλό στόχο. Γι' αὐτό τό λόγο δέν μποροῦν νά γλυκάνουν τή ζωή μέ κάποιο αἰώνιο καλό, οὔτε νά μεταμορφώσουν τήν ἀνθρώπινη ζωή μέ τή χαρά καί τό φῶς.

     Οἱ πρόγονοί σας ἁμάρτησαν, ἁμαρτήσατε καί ἐσεῖς. Ἀπό τή διπλή ἁμαρτία, εἶναι διπλό καί τό φορτίο στή ζωή σας. Μετανοεῖτε, γιά νά μήν σηκώσουν οἱ γιοί σᾶς τριπλάσιο φορτίο καί οἱ ἀπόγονοί σας τετραπλάσιο φορτίο.

     Ἄν ἐσεῖς, οἱ κάτοικοι τῆς πρωτεύουσας μετανοήσετε, θά δεῖτε σύντομα πώς ἡ μετάνοια εἶναι κολλητική. Θά δεῖτε στή συνέχεια, καί πώς ὅλος ὁ λαός μας θά μετανιώσει. Ὁ λαός μᾶς ἔχει ὡς παράδειγμα τώρα τίς δικές σας ἁμαρτίες καί λάθη, ὁ λαός τῆς ἐπαρχίας ἔχει ὡς παράδειγμα τίς ἁμαρτίες καί τίς κακές συνήθειες τῆς πρωτεύουσας, τόν ἐγωισμό της, τήν μιαρότητά της καί τήν ἀθεΐα της. Ὁ λαός μας ἐάν ἡ πρωτεύουσα ἦταν ἐνάρετη, γρήγορα θά τήν μιμοῦνταν. Ἐπειδή δέν εἶναι μόνον ἡ ἁμαρτία κολλητική, κολλητική εἶναι καί ἡ ἀρετή!

     Ἡ ψυχή τοῦ λαοῦ, λυπημένη παρακολούθησε ὅλους τους δρόμους τῆς πρωτεύουσας, πού τήν ἀπομάκρυναν ἀπό τόν Θεό. Μέ εὐλογημένη χαρά θά παρακολουθήσει καί ὅλους τους δρόμους, πού ὁδηγοῦν στόν Θεό, γιατί τίποτε πιό τρυφερό καί πιό ὡραῖο δέν ὑπάρχει ἀπό τήν ψυχή ἑνός ταλαιπωρημένου καί ἁπλοῦ λαοῦ! Γι' αὐτό τό λόγο, μία τέτοιου εἴδους ψυχή ὁδηγεῖται στό στραβό δρόμο, ἀλλά καί εὔκολα «ἰσιώνει». Ἄν μόνο ἐσεῖς, οἱ κάτοικοι τῆς πρωτεύουσας μετανιώσετε, θά δεῖτε τό θαῦμα τῆς μετάνοιας τοῦ ὑπόλοιπου λαοῦ, θαῦμα πού σάν αὐτό οἱ ἄνθρωποι σπάνια βλέπουν. Τώρα εἶστε περήφανοι γιά τίς πολεμικές σας ἐπιτυχίες καί γιά τό κράτος σας. Ὁ Θεός ὅμως δέν θά σᾶς ρωτήσει τήν ὥρα τῆς κρίσης, οὔτε γιά τίς πολεμικές σας ἐπιτυχίες, οὔτε γιά τό κράτος σας, ἀλλά γιά τήν ψυχή σας πού «σαπίζει» λόγω τῶν ἁμαρτιῶν σας καί λόγω τῶν κακῶν συνηθειῶν σας. Δέν θά ζητήσει ὁ Θεός ἀπό ἐσᾶς ἐπικυρωμένα ἔγγραφα ἰδιοκτησίας τῶν ἀκινήτων σας, οὔτε τόν χάρτη τοῦ κράτους σας, ἀλλά θά ζητήσει ἀπό ἐσᾶς τήν ψυχή σας, ἡ ὁποία γιά Αὐτόν εἶναι πιό πολύτιμη ἀπό ὅλους τους θησαυρούς καί ἀπό ὅλους τους πολιτισμούς σ' ὅλη τή γῆ.

     Τώρα δέν μπορεῖτε τίποτε νά καταλάβετε, ἀλλά ὅταν θά μετανιώσετε, θά ἀποκαλυφθεῖ ἡ φρικτή ἀλήθεια: πώς μέ τό βάρος τῆς περιουσίας σας, πού ἀγαπᾶτε εἰδωλολατρικά, μέ τό βάρος τοῦ τεράστιου κράτους σας καί μέ τό βάρος τῆς ματαιοδοξίας σας, συνθλίψατε τήν ψυχή σας. Λίγο ἀκόμα καί θά τήν μετατρέπατε σέ στάχτη.

     Μποροῦν νά ἐλπίζουν οἱ ἄνθρωποι χωρίς ψυχή, πῶς ὁ Θεός θά τούς βοηθήσει; Θά νιώθουν ντροπή οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἐνώπιόν του Χριστοῦ, ἀφοῦ τό πρόσωπό τους εἶναι σάν σβησμένο κάρβουνο; Ὁ Ἡρώδης καί ὁ Καϊάφας δέν ντράπηκαν ὅταν ἀντίκρισαν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, γιατί τό πρόσωπό τους καί ἡ ψυχή τούς ἦταν σάν σβησμένο κάρβουνο.

     Καί ἐσεῖς, ἐάν δέν μετανιώσετε, νά ξέρετε πώς θά ἀνήκετε στήν ἴδια ὁμάδα μέ τόν Ἡρώδη καί τόν Καϊάφα, θά εἶστε «δολοφόνοι» τοῦ Χριστοῦ, ὅπως καί ἐκεῖνοι καί τό τέλος σᾶς ἀναπόφευκτα θά εἶναι ἴδιο μέ τό δικό τους. Ἐπειδή ἴδιο εἶναι τό τέλος, ὅλων ὅσων γνώρισαν τόν Χριστό καί Τόν ἀρνήθηκαν.

     Καί αὔριο δεκαπέντε ἄνθρωποι ἀπό αὐτή τήν πόλη, θά δοκιμάσουν τόν θάνατο καί θά περάσουν στήν αἰωνιότητα. Ποιός μᾶς ἐγγυᾶται φίλοι μου, πώς ἀνάμεσα σ' αὐτούς τούς δεκαπέντε, δέν θά εἴμαστε ἐγώ καί ἐσύ;

     Γι' αὐτό τό λόγο ἄς ψάλλουμε τόν ὕμνο τῆς μετάνοιας, ὅσο τό δυνατόν γρηγορότερα: τῆς μετάνοιας τήν πόρτα ἄνοιξέ μου Δημιουργέ! Ἄς βιαστοῦμε, τουλάχιστον αὐτές τίς ὧρες πρίν τό θάνατο, νά μετανοήσουμε μέ εἰλικρινῆ καί γεμάτο δάκρυα τρόπο, γιά ὅλες τίς ἁμαρτίες πού πράξαμε:

     - γιά τή  σκληρότητα πού  δείξαμε  ἀπέναντι στούς φτωχούς,

     - ἐπειδή συκοφαντήσαμε τόν πλησίον μας,

     -  γιά τήν λαγνεία πού προκάλεσε τήν σαπίλα τῆς καρδιᾶς μας,

     - γιά τήν τεμπελιά πού δείξαμε, τήν ὥρα πού ἔπρεπε νά κάνουμε καλές πράξεις ἤ νά προσευχόμαστε,

     - γιά τήν λαιμαργία πού δείξαμε κατά τή διάρκεια τῆς νηστείας,

     - γιά τόν ἐγωισμό καί τήν περηφάνια μας, ἐξαιτίας τῶν ὁποίων ὀνειρευτήκαμε νά γίνουμε κολοσσοί, ἀλλά τελικά γίναμε νάνοι,

     - γιά τό ψέμα, γιά τήν κλεψιά, γιά τήν φιλαργυρία,

     - γιά τό ὅτι ξεχνᾶμε τόν Θεό, γιά τίς βλασφημίες,

     -  γιά τήν ξεροκεφαλιά μας καί γιά κάθε ἄλλη ἁμαρτία.

     Ἄς μετανοήσουμε τόσο βαθιά καί τόσο εἰλικρινά, ἔτσι ὥστε νά ἐξαγνίσουμε ὅλη τή ζωή μας, ἔτσι ὥστε νά γίνουμε «καθαροί» σάν πρωινή δροσιά καί σάν τίς πρῶτες ἀκτίνες τοῦ ἥλιου, πού πέφτουν πάνω σ' αὐτή.

     Μόνον ἡ μετάνοια δέν εἶναι ἀρκετή γιά τή σωτηρία, χωρίς αὐτή ὅμως δέν μπορεῖ νά ἀρχίσει ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας.

     Καί ὅποιος μετανοήσει, σ' αὐτόν θά φανερωθεῖ τί εἶναι καλό νά κάνει στή συνέχεια.

     Ἄς μετανοήσουμε λοιπόν γιά νά μᾶς ἀποδεχτεῖ Ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος δέχτηκε τόν μετανοημένο ληστή. Τόν ὑποδέχτηκε στήν τράπεζα τοῦ παραδείσου, στό Βασίλειό Του, ὅπως ὑποδέχεται κανείς στό σπίτι τοῦ τόν πρῶτο φιλοξενούμενο.

     Ἄς μετανοήσουμε, γιά νά μᾶς ὑποδεχτεῖ καί ἐμᾶς τό ἴδιο.

     Ἄς μετανοήσουμε, καί ὁ Ἐλεήμων καί Πράος Θεός θά μᾶς εὐσπλαχνιστεῖ τήν ὥρα τῆς κρίσης στό Δικαστήριό Του, ἐξαιτίας τῆς φιλευσπλαχνίας Του, πού εἶναι πάντοτε μεγαλύτερη ἀπό τίς ἀνθρώπινες ἁμαρτίες!

     Μόνον Αὐτόν ἄς δοξολογοῦν καί ἄς εὐχαριστοῦν οἱ Ἄγγελοι στόν οὐρανό καί οἱ ἄνθρωποι στή γῆ, μέ αἰώνια χαρά καί ἁρμονία εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΧΡΙΔΟΣ ΟΜΙΛΙΕΣ, Για την απαισιοδοξία, την αισιοδοξία, το "μέγα" Όνομα και την ανάσταση των νεκρών